- διαπερονώ
- (α, ε) μετ. уст. прокалывать, протыкать вилкой; брать вилкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαπερονώ — (Α διαπερονῶ, άω) [περονώ] διατρυπώ με περόνη ή με άλλο αιχμηρό όργανο … Dictionary of Greek
διαπερόνηση — η [διαπερονώ] τρύπημα με βελόνα … Dictionary of Greek